ασύγκριτος

ασύγκριτος
Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος εκ των Ο’. Σύμφωνα με την παράδοση, διετέλεσε επίσκοπος της Υρκανίας, η οποία βρίσκεται κοντά στην Κασπία. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Απριλίου. 2. Ο ιερομάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 19 Ιουνίου.
* * *
-η, -ο (AM ἀσύγκριτος, -ον)
αυτός που δεν επιδέχεται σύγκριση, ο απαράμιλλος
αρχ.
1. αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί με κάποιον άλλον, ο ανόμοιος
2. ανταγωνιστικός, εχθρικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσύγκριτος — not comparable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύγκριτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί μ άλλον, απαράμοιαστος: Ο Παρθενώνας έχει μιαν ασύγκριτη ομορφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσυγκρίτως — ἀσύγκριτος not comparable adverbial ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσύγκριτον — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc sg ἀσύγκριτος not comparable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Асинкрит — (Άσύγκριτος, Римл. XVI, 14) апостол из числа семидесяти, из римских христиан, приветствуемый апост. Павлом в послании к Римлянам. По преданно, А. был епископом в Иркании Азийской. Память 4 января и 8 апреля …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ἀσυγκριτώτεροι — ἀσύγκριτος not comparable masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκρίτοις — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκρίτου — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκρίτους — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσυγκρίτων — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”