ἀσύγκριτος — not comparable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασύγκριτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν μπορεί να συγκριθεί μ άλλον, απαράμοιαστος: Ο Παρθενώνας έχει μιαν ασύγκριτη ομορφιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσυγκρίτως — ἀσύγκριτος not comparable adverbial ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσύγκριτον — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc sg ἀσύγκριτος not comparable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Асинкрит — (Άσύγκριτος, Римл. XVI, 14) апостол из числа семидесяти, из римских христиан, приветствуемый апост. Павлом в послании к Римлянам. По преданно, А. был епископом в Иркании Азийской. Память 4 января и 8 апреля … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ἀσυγκριτώτεροι — ἀσύγκριτος not comparable masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτοις — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτου — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτους — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυγκρίτων — ἀσύγκριτος not comparable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)